Νέα οριοθέτηση περιοχών με φυσικούς περιορισμούς (εκτός των ορεινών).
Η έννοια των μειονεκτικών περιοχών εισήχθη με την οδηγία 75/268/ΕΟΚ «για να εξασφαλίζεται η συνέχιση της γεωργικής δραστηριότητος και με αυτόν τον τρόπο η διατήρηση ενός ελαχίστου ορίου πυκνότητος πληθυσμού ή η συντήρηση της υπαίθρου σε ορισμένες μειονεκτικές περιοχές» και με απώτερο σκοπό «να ευνοήσει τις γεωργικές δραστηριότητες και να βελτιώσει το εισόδημα των γεωργών σ' αυτές τις περιοχές».
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ), με έκθεσή του το 2003 , άσκησε ιδιαίτερη κριτική στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνοντας ότι «Η Επιτροπή δεν διαθέτει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το κατά πόσο η κατάταξη των μειονεκτικών περιοχών (ΜΠ) είναι έγκυρη. [Ακόμη,] παρά το γεγονός ότι ορισμένοι μακροοικονομικοί και κοινωνικοοικονομικοί δείκτες μεταβλήθηκαν αισθητά και ότι ορισμένες κατατάξεις μπορεί να μην ισχύουν πλέον, η Επιτροπή δεν πρότεινε τροποποίηση των υφιστάμενων κανονιστικών διατάξεων». Και συνεχίζει «Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν ευρύ φάσμα δεκτών για να προσδιορίζουν κατά πόσο οι περιοχές είναι μειονεκτικές η όχι, γεγονός που μπορεί να συνεπαχθεί διαφορές ως προς τη μεταχείριση των δικαιούχων».
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αντιδρώντας στην κριτική του ΕΕΣ, ξεκίνησε διαδικασία αλλαγής του τρόπου οριοθέτησης των μειονεκτικών περιοχών της παραγράφου 3.4 της Οδηγίας 75/268/ΕΟΚ (άρθρο 19 Καν(ΕΚ) 1257/1999), καθώς οι ορεινές περιοχές οριοθετούνται με μετρήσιμα κριτήρια, κοινά για όλα τα κράτη – μέλη, ενώ η έκταση των περιοχών με ειδικά μειονεκτήματα υπόκειται σε ανώτατο όριο ανάλογα με την έκταση της χώρας.
Κανονιστικά, η νέα οριοθέτηση βασίστηκε σε βιοφυσικά κριτήρια κοινά για όλα τα κράτη – μέλη, ώστε να εντοπιστούν οι περιοχές που υπόκεινται σε φυσικούς περιορισμούς «ιδίως χαμηλή παραγωγικότητα του εδάφους ή κακές κλιματικές συνθήκες, και η διατήρηση εκτατικής γεωργικής δραστηριότητας να είναι σημαντική στις περιοχές αυτές για τη διαχείριση της γης». Ο αρχικός ορίζοντας εφαρμογής της νέας οριοθέτησης ήταν η 1/1/2010, γι’ αυτό και το νέο καθεστώς συμπεριελήφθη στον Καν(ΕΚ) 1698/2005 (άρθρο 50.3(α)), από οπού προέρχεται και η παραπάνω αναφορά. Η εφαρμογή όμως δεν κατέστη δυνατή, καθώς οι διαδικασίες διαβούλευσης και προσομοίωσης των κριτηρίων της νέας οριοθέτησης αποδείχθηκαν ιδιαίτερα χρονοβόρες, με συνέπεια η έναρξη της εφαρμογής να μετατεθεί για περίοδο 2014 – 2020 (άρθρα 31,32 και Παράρτημα ΙΙΙ καν. (ΕΕ) 1305/2013).
Σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 31 του Καν (ΕΕ) 1305/2013, η νέα οριοθέτηση θα έπρεπε να τεθεί σε ισχύ το αργότερο μέχρι την 1/1/2018 αλλά με τον Καν (ΕΕ) 2017/2393 (Omnibus) η προθεσμία εφαρμογής μετατέθηκε για την 1/1/2019.
Οι ενισχύσεις περιοχών που αντιμετωπίζουν φυσικά ή άλλα ειδικά μειονεκτήματα προβλέπονται στο άρθρο 31 του Καν (ΕΕ) 1305/2013, ενώ στην παράγραφο 3 του άρθρου 32 περιγράφεται ο τρόπος καθορισμού των περιοχών.
Η οριοθέτηση πραγματοποιείται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, οι περιοχές, εκτός των ορεινών περιοχών, θεωρείται ότι αντιμετωπίζουν σημαντικά φυσικά μειονεκτήματα, εάν τουλάχιστον το 60% της γεωργικής έκτασης πληροί τουλάχιστον ένα από τα παρακάτω κριτήρια, που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού, στην οριακή τιμή που αναφέρεται.
Περισσότερα